- ἀστρολόγους
- ἀστρολόγοςastronomermasc acc plἀστρονόμοςastronomermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωροσκόπιο — Μέθοδος με την οποία οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να μαντέψουν το μέλλον ενός ατόμου, με βάση την τοποθέτηση των πλανητών τη στιγμή της γέννησής του. Τα ω. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και βασίζονται στην επιρροή την οποία ασκούν… … Dictionary of Greek
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
καλανδολόγιον — καλανδολόγιον, τὸ (Μ [κάλανδα] το ημερολόγιο που καταρτιζόταν από τους αστρολόγους, το καλαντάρι, όπως ο σημερινός καζαμίας … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
Αλφεράτζ — (Αστρον.). Αραβική ονομασία του αστέρα Α της Ανδρομέδας. Το φαινόμενο μέγεθός του είναι 2,06. O Α. ανήκε άλλοτε στον αστερισμό του Πήγασου και ήταν γνωστός ως δ Πηγάσου. Οι λόγοι μεταφοράς του στον αστερισμό της Ανδρομέδας δεν είναι σαφείς.… … Dictionary of Greek
Κλαύδιος — I Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Νέρων Κ. Γερμανικός Καίσαρ. Βλ. λ. Νέρων. 2. Κ. Α’ (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus, Λιόν 10 π.Χ. – Ρώμη 54 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (41 54 μ.Χ.). Ήταν γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου, ανιψιός… … Dictionary of Greek
αστέρας — αστέρας, ο και αστέρι, το και άστρο, το 1. γενική ονομασία κάθε ουράνιου σώματος: Ο πολικός αστέρας βρίσκεται στη Μικρή Αρκτο. 2. κάθε πράγμα που έχει το σχήμα αστέρα, ιδιαίτερα παράσημο: Του απονεμήθηκε το παράσημο του ερυθρού αστέρα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)